- φωνομετρικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή στο φωνόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωνομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνομετρία ή το φωνόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)